κομβόω

English (LSJ)

bind up, fasten, Glossaria:—Med., gird oneself, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κομβόω: «κουμπώνω», Γλωσσ.· κ. τὸ σῶμα Ἐκκλ. ― Μέσ. «κουμπώνομαι». ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κουμβώσασθαι· στολίσασθαι»· πρβλ. ἐγκομβύομαι. ΙΙ. παγιδεύω, ἐξαπατῶ, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

nouer.
Étymologie: κόμβος.

German (Pape)

einen Knoten od. eine Schleife machen, Sp.