κομιστή

English (LSJ)

ἡ, = κομιδή 1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1478] ἡ, = κομιδή, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κομιστή: ἡ, = κομιδὴ Ι, Ἡσύχ.· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 351.

Greek Monolingual

κομιστή, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κομιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομιστός, ρηματ. επίθ. του κομίζω.