(Μ κομματιάζω) κομμάτιδιαμελίζω, τεμαχίζω, κάνω κάτι κομμάτιανεοελλ.μέσ. κομματιάζομαια) προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μουβ) υφίσταμαι υπερβολική κόπωση.