Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κομφετί
Greek Monolingual
και κονφετί, το συν. στον πληθ. τα κομφετί ή κονφετί μικρά στρογγυλά πολύχρωμα κομμάτια από χαρτί που πετούν ο ένας στον άλλοκατά τις απόκριες. [ΕΤΥΜΟΛ.< γαλλ. confetti< ιταλ. confetti, πληθ. του confetto].