(Α κονιῶ, -άω) κονίαεπιχρίω με ασβέστη ή με άλλο υλικό (α. «τὰς ἐπάλξεις ἃς κονιῶμεν, καὶ τὰς ὁδοὺς ἐπισκευάζομεν», Δημοσθ.)·β. «τάφοις, κεκονιαμένοις», ΚΔ)αρχ.μτφ. κάνω κάτι διαφορετικό χρωματίζοντάς το.