κοντοκλαδεύω

Greek Monolingual

κόβω τα κλαδιά ενός δέντρου έτσι ώστε να μείνουν κοντά, κλαδεύω κοντά τα κλωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + κλαδεύω ή < κοντοκλάδι].