ο (Μ κοπρίτης) κόπρος (Ι)]βρομιάρηςνεοελλ.1. αυτός που ζει μόνο για να κοπρίζει, τεμπέλης, οκνηρός, ανίκανος2. νωθρός και δειλός, άνανδρος3. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και κυκλοφορεί αδέσποτο, κοπρόσκυλο.