κοπριακός

English (LSJ)

κοπριακή, κοπριακόν, concerning manure, PGoodsp.Cair.30 xxxiv 16 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κοπριακός, -ή, -όν (Α) κοπρία
πάπ. αυτός που αναφέρεται στην κοπριά, ο της κοπριάς.