κοπροθέσιον

English (LSJ)

τό, place where dung is put, Gp.2.22.3.

German (Pape)

[Seite 1483] τό, Ort, wohin man den Mist legt, Geopon., auch κοπροθήκη.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροθέσιον: τό, τόπος ἔνθα τίθεται κόπρος, Γεωπ. 2. 22, 3.

Greek Monolingual

κοπροθέσιον, τὸ (M)
τόπος όπου σωρεύεται κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -θέσιον (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιοθέσιον, χαλκοθέσιον].