κοπροσύνη

English (LSJ)

ἡ, manuring, PSI4.296.18 (vi A. D.).

Greek Monolingual

κοπροσύνη, ἡ (Α) κόπρος (Ι)]
πάπ. η λίπανση της γης με κοπριά, το κόπρισμα.