κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
το κοπρίζω1. η κόπριση, η λίπανση της γης με κοπριά2. η αποπάτηση.