κορέσκω
English (LSJ)
v. κορέννυμι.
German (Pape)
= κορέννυμι; im praes., Nic. Al. 415, 566 und öfter; Rufin. 12 (V.77).
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
κορέσκω: ἴδε ἐν λ. κορέννυμι· ― παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, ἀναγινώσκεται: κορίσκεται, ἴσως ἡμαρτημένως, χορταίνω, βαρύνομαί τι, πρβλ. 271.