ἡμαρτημένως

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμαρτημένως Medium diacritics: ἡμαρτημένως Low diacritics: ημαρτημένως Capitals: ΗΜΑΡΤΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hēmartēménōs Transliteration B: hēmartēmenōs Transliteration C: imartimenos Beta Code: h(marthme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἁμαρτάνω, faultily, ἡγεῖσθαι Pl.Men.88e; ἡ. ἔχειν Id.Lg.670c, Iamb.VP33.233.

German (Pape)

[Seite 1164] adv. zum part. perf. pass. von ἁμαρτάνω, verfehlt, irrig, fälschlich; ἡγεῖσθαι Plat. Men. 88 e; ἔχειν Legg. II, 670 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
à tort, faussement.
Étymologie: ἡμαρτημένος, part. pf. Pass. de ἁμαρτάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμαρτημένως: adv. неправильно, ошибочно (ἡγεῖσθαί τινι Plat.): ἡ. ἔχειν Plat. быть неправильным.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμαρτημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ἁμαρτάνω, ἐσφαλμένως, ἡγεῖσθαι Πλάτ. Μένωνι 88Ε· ἡμ. ἔχειν ὁ αὐτ. Νόμ. 670D.

Greek Monolingual

(AM ἡμαρτημένως)
επίρρ. εσφαλμένως
αρχ.
φρ. «ἡμαρτημένως ἔχει» — είναι εσφαλμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημαρτημένος, μτχ. παρακμ. του αμαρτάνομαι].

Greek Monotonic

ἡμαρτημένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἁμαρτάνω, εσφαλμένα, λανθασμένα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[adverb part. perf. pass. of ἁμαρτάνω,]
faultily, Plat.