το (Α κορίαννον και κορίαμβλον)
το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)
αρχ.
δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].