κοραλλένιος

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ κοραλλένιος, -α, -ο) κοράλλι
1. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από κοράλλια («κοραλλένιο βραχιόλι»)
2. αυτός που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι («κοραλλένια χείλια»).