Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κοραλλένιος
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ κοραλλένιος, -α, -ο) κοράλλι 1. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από κοράλλια («κοραλλένιο βραχιόλι») 2. αυτός που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι («κοραλλένια χείλια»).