Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κοραλλιοφόρος
Greek Monolingual
-α, -ο (για θαλάσσια περιοχή) αυτός που έχει ή παράγει κοράλλια. [ΕΤΥΜΟΛ.<κοράλλιον+ -φόρος (<φόρος<φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περ. Μνημοσύνη].