κορδίνημα

English (LSJ)

v.l. for σκορδίνημα (q.v.), Erot.

Greek (Liddell-Scott)

κορδίνημα: διάφ. γραφ. ἀντὶ σκορδίνημα, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

κορδίνημα, τὸ (Α)
βλ. σκορδίνημα.