κορθώ

English (LSJ)

βλάβη, Hsch. κόρι, abbreviated for κόριον, = κορίαννον, Bilabel Ὀψαρτ.p.10, al. κοριάλαι· τρίγλαι, Hsch.

Greek Monolingual

κορθώ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόθουρος.