Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κορνώδη
Greek Monolingual
τα βοτ.τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 10 οικογένειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornales<corn- (< λατ. cornus / cornum «κράνο[ν]») + κατάλ. -ales που αποδίδεται με την -ώδη].