κοροκότας

English (LSJ)

or κοροκόττας, v. κροκόττας.

Greek (Liddell-Scott)

κοροκότας: -ου, ἢ α, ὁ, = κροκότας, Δίων Κ. 76. 1.

Greek Monolingual

κοροκότ(τ)ας, -α, ὁ (Α)
βλ. κροκόττας.

German (Pape)

ὁ, = κροκόττας; v.l. bei Ael. N.A. 7.22; bei DC. 76.1 κοροκόττις.