κορσεύς

English (LSJ)

κουρεύς, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κορσεύς: έως, ἡ, «κουρεύς», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορσεύς (Α) κόρση
(κατά τον Ησύχ.) «κουρεύς».