Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κορτίνη
Greek Monolingual
η (βιοχ.)σύνολο ορμονών το οποίο περιλαμβάνει όλες τις φυσικές ορμόνες τών επινεφριδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cortin- <cort- (< λατ. cortex, -icis «φλοιός») + κατάλ. -in της χημικής ορολογίας].