κορυθαλία: «δάφνη ἐστεμμένη· τινὲς τὴν εἰρεσιώνην» Ἡσύχ.· ὡσαύτως κορυθάλεια, κορυθάλη, κορυθαλίς, Ἐτυμολ. Μέγ. 303. 32., 531. 53., 276. 28.