κορυμβίας

English (LSJ)

ον, ὁ, white-berried ivy, Hedera helix, Thphr. HP 3.18.6.

Greek Monolingual

κορυμβίας, -ου, ὁ (Α) κόρυμβος
είδος κισσού που ονομάστηκε έτσι από τα βοτρυοειδή άνθη του και τον καρπό του.

German (Pape)

ὁ, Traubenbüschel (κόρυμβοι) tragend, Epheu, Theophr.