κορώνιος

English (LSJ)

κορώνιον,
A with crumpled horns, Hsch.
II Κορώνιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cnossus, GDI5015.28.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνιος: -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.

Greek Monolingual

κορώνιος, -ον (Α) κορώνη
1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν)
ονομασία μήνα στην Κνωσό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον
είδος φυτού.

German (Pape)

gekrümmt, krummhornig, Hesych.