κοσκίνιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κόσκινον, Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647 f.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκίνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόσκινον, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647F.

German (Pape)

τό, dim. zu κόσκινον, Ath. XIV.647f.