κοσμηματοποιία
Greek Monolingual
η
η τέχνη του κοσμηματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη].
η
η τέχνη του κοσμηματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη].