κοσμηματοποιός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ο
1. αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα
2. αυτός που κατασκευάζει αντικείμενα για διακόσμηση επίπλων, οικιών κ.λπ.