κοσμηματοποιός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα
2. αυτός που κατασκευάζει αντικείμενα για διακόσμηση επίπλων, οικιών κ.λπ.