κοσμηματοποιός

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα
2. αυτός που κατασκευάζει αντικείμενα για διακόσμηση επίπλων, οικιών κ.λπ.