κοταίνω

English (LSJ)

= κοτέω, A.Th.485 (lyr.):—also κοτάω, Et.Gud.s.v. ἐνεκότουν.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
κοτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοταίνω zie κοτέω.

German (Pape)

Nebenform von κοτέω, Aesch. Spt. 467.

Russian (Dvoretsky)

κοταίνω: (только praes.) Aesch. = κοτέω.

Greek Monolingual

κοταίνω (Α)
κοτέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος + κατάλ. -αίνω, τ. σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το θυμαίνω].

Greek Monotonic

κοταίνω: = κοτέω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοταίνω: κοτέω, Αἰσχύλ. Θήβ. 485· ὡσαύτως κοτάω, Bast. εἰς Γρηγ. Κ. 896· κότε, κοτέ, Ἰων. ἀντὶ πότε, ποτέ.

Middle Liddell

κοταίνω, = κοτέω, Aesch.]