κοττίζω

English (LSJ)

(κόττος III) = κυβεύω, Sch.Luc.Lex.3.

Greek Monolingual

κοττίζω (ΑM)
παίζω κύβους, κυβεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόττος «κύβος»].

German (Pape)

od. κοτίζω, Würfel spielen, Schol. Luc. Lexiph. 3.