κοτυλίσκιον

English (LSJ)

τό, v. κοτυλίσκος.

Greek Monolingual

κοτυλίσκιον, τὸ (Α) κοτύλη
ο κοτυλίσκος.

German (Pape)

τό, eigtl. dim. zu κοτυλίσκη, Ar. Ach. 459, etwa das Becherleinchen.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίσκιον: τό маленькая чашечка Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτυλίσκιον -ου, τό, demin. van κοτύλη, bekertje.