κοτυλαίος

Greek Monolingual

κοτυλαῖος, -αία, -ον (Μ) κοτύλη
αυτός που χωρεί σε μια κοτύλη, σε ένα κύπελλο, που είναι ίσος με μια κοτύλη, λιγοστός.