κουβέλι

Greek Monolingual

το
1. η κυψέλη τών μελισσών, μελισσοκόφινο
2. μέτρο χωρητικότητας δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβελα, «άντρα, φωλιές άγριων θηρίων». Κατ' άλλη άποψη < σλαβ. kŭblŭ].