κουβαλητής

Greek Monolingual

ο
θηλ. κουβαλήτρα κουβαλώ
1. αυτός που κάνει μεταφορές
2. αυτός που εφοδιάζει το σπίτι του διαρκώς με άφθονα τρόφιμα ή άλλα αναγκαία.