κουλυβάτεια

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ, = κλύβατις, Nic.Th.589, 851.

Greek (Liddell-Scott)

κουλυβάτεια: ἴδε ἐν λ. κολλυβάτεια.

German (Pape)

v.l. für κολλυβάτεια.