κουνίστρα

Greek Monolingual

η
1. κούνια
2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. -ίστρα (πρβλ. μανταρίστρα)].