κουπιά

Greek Monolingual

(I)
η κουπί
1. κάθε προώθηση του σκάφους με το κουπί
2. χτύπημα με κουπί.
(II)
κουπιά, ἡ (Μ) κούπα
το περιεχόμενο μιας κούπας.