κουράς

English (LSJ)

κουράδος, ἡ,
A = ὀροφή, Hsch. s.v. ἐγκουράδες.
2 painting on a ceiling, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κουράς: -άδος, ἡ, «ὀροφικὸς πίναξ. ἡ ἐν τοῖς ὀροφώμασι γραφὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κουράς, -άδος, ἡ (Α) κουρά
(κατά τον Ησύχ.)
1. η οροφή
2. η ζωγραφική σε οροφή.