κουρείο

Greek Monolingual

το (ΑM κουρεῖον) κουρεύω
το κατάστημα του κουρέα («ὁ δὲ πρὸς κουρεῖον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῖον, ὁ δ' ὅποι ἂν τύχῃ», Λυσ.).