και κουσκούτη, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κουσκουτίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuscuta < νεολατ. cuscuta < αραβ. kushūth, kashūta, kashūtha].