κουφοφορέομαι

English (LSJ)

Pass., rise by one's own lightness, S.E.M.9.71 (cj. for κουφοφοροῦσι).

Greek (Liddell-Scott)

κουφοφορέομαι: φέρομαι, ἀνυψοῦμαι τῇ ἰδίᾳ κουφότητι, «λεπτομερεῖς γὰρ οὖσαι (αἱ ψυχαί)... εἰς τοὺς ἄνω μᾶλλον τόπους κουφοφοροῦνται» Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 71 (κατὰ τὸν Hemst. ἀντὶ τοῦ κουφοφοροῦσι).

Russian (Dvoretsky)

κουφοφορέομαι: легко подниматься, возноситься (εἰς τοὺς ἄνω τόπους Sext.).