κούρεμα

Greek Monolingual

το (Μ κούρευμα) κουρεύω
το κόψιμο τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων
μσν.
το κουρεμένο τρίχωμα αιγοπροβάτων.