τρίχωμα

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχωμα Medium diacritics: τρίχωμα Low diacritics: τρίχωμα Capitals: ΤΡΙΧΩΜΑ
Transliteration A: tríchōma Transliteration B: trichōma Transliteration C: trichoma Beta Code: tri/xwma

English (LSJ)

-ατος, τό, a growth of hair, hair generally, Hdt.7.70, X.Cyn.5.30, Arist.HA630a26, al., Thphr. Char.2.3, Ephipp.14.6, LXX Ca.4.1; τὰ τ. διαφέρουσι καὶ πρὸς αὑτὰ τοῖς ἀνθρώποις.. καὶ πρὸς τὰ γένη τῶν ἄλλων ζῴων Arist.GA781b30; ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, i.e. at the age of manhood, A.Th.666.

German (Pape)

[Seite 1150] τό, Behaarung, Haarwuchs; ἐν γενείοο συλλογῇ τριχώματος, Aesch. Spt. 648; Eur. I. T. 73; Her. 7, 70; Arist. gen. an. 5, 3 u. oft; Pol. 34, 10, 8 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chevelure ou barbe épaisse, poil long et touffu.
Étymologie: τριχόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχωμα -ατος, τό [θρίξ] haargroei, kapsel:. οὐλότατον τρίχωμα meest kroesharige kapsel Hdt. 7.70.1.

Russian (Dvoretsky)

τρίχωμα: ατος (ῐ) τό
1 волосяной покров, волосы Her., Xen., Arst.;
2 растительность на лице: ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος Aesch. в возмужалом возрасте;
3 шерсть (τὰ τριχώματα τῶν ζῴων Arst.).

Greek Monolingual

-ώματος, το, ΝΜΑ τριχῶ
το σύνολο τών τριχών που καλύπτουν το σώμα του ανθρώπου ή ενός ζώου ή τον κορμό ενός φυτού
μσν.
(για προσόψια) η πυκνή και συνεστραμμένη ύφανση.

Greek Monotonic

τρίχωμα: -ατος, τό (τριχόομαι), τρίχες κεφαλιού, μαλλιά, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐνγενείου συλλογῇ τριχώματος, δηλ. ακριβώς κατά την ανδρική ηλικία, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχωμα: τό, αἱ τῆς κεφαλῆς τρίχες, ἡ κόμη, τὰ γένεια, κτλ., καθόλου, αἱ τρίχες, οἱ δὲ ἐκ Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα ἔχουσι πάντων τῶν ἀνθρώπων Ἡρόδ. 7. 70, Ξεν. Κυν. 5, 30, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 2, κ. ἀλλ., Ἔφιππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 6· τὰ τρ. διαφέρει καὶ πρὸς αὑτὰ τοῖς ἀνθρώποις... καὶ πρὸς τὰ ἄλλα γένη τῶν...ϳζῴων Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 3, 1· - ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, δηλ. κατὰ τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Αἰσχύλ. Θήβ. 664. ΙΙ. τὸ ἐπὶ τοῦ ὑφάσματος οὖλον, ὑφασμάτων λασίων τῷ ἀπὸ τοῦ λίνου τριχώματι, ἃ χρὴ τὸν ἤδη λυσάμενον περιτίθεσθαι ὡς ἀπομάττεσθαι τὴν ὑγρότητα Εὐστ. Πονημ. 329. 25.

Middle Liddell

τρίχωμα, ατος, τό, τριχόομαι
a growth of hair, hair, Hdt., Xen.; ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, i. e. just at the age of manhood, Aesch.

English (Woodhouse)

hair of the head

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)