κράνη

Greek Monolingual

κράνη, ἡ (Α)
το κρανίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. ενός αμάρτυρου κράνον (βλ. λ. κρανίο)].

German (Pape)

oder κράνα, ἡ, = κρήνη, Jos.