κρήθμον

Greek Monolingual

κρῆθμον, τὸ (Α)
άγριο βοτάνι που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λέξη, αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει επίθημα -μον (πρβλ. δίκτα-μον, κάρδα-μον)].