κρίβανον

English (LSJ)

[ῑ], τό, = κρίβανος, Pherecr.169.

Greek (Liddell-Scott)

κρίβᾰνον: ῑ, τό, = τῷ ἑπομ., Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 80.

Greek Monolingual

κρίβανον, τὸ (Α)
βλ. κλίβανον.

German (Pape)

τό, = κρίβανος; Pherecrat. bei Schol. Ar. Ach. 86; – τὰ κρίβανα = κριβάνη, Ath. III.115a.