κραιπνοφόρος

English (LSJ)

κραιπνοφόρον, swift-bearing, αὖραι ib.132 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte ou conduit rapidement.
Étymologie: κραιπνός, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.

German (Pape)

schnell tragend (oder minder gut κραιπνόφορος, sich schnell bewegend, schnell hinschwebend), αὖραι Aesch. Prom. 132.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνοφόρος: быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).

Greek Monolingual

κραιπνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κραιπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γρήγορα, αὖραι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοφόρος: -ον, ταχέως φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.

Middle Liddell

κραιπνο-φόρος, ον φέρω
swift-bearing, αὖραι Aesch.