κραιπνῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
avec impétuosité.
Étymologie: κραιπνός.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνῶς: стремительно, быстро (ἀνορούειν ἐς δίφρον, μέμαμεν, θέομεν Hom.).