μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
v. μάω.
μέμᾰμεν: Επικ. αντί μεμάομεν, αʹ πληθ. παρακ. του *μάω.
μέμᾰμεν: 1 л. pl. pf. к μάομαι.