μέμαμεν

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

French (Bailly abrégé)

v. μάω.

Greek Monotonic

μέμᾰμεν: Επικ. αντί μεμάομεν, αʹ πληθ. παρακ. του *μάω.

Russian (Dvoretsky)

μέμᾰμεν: 1 л. pl. pf. к μάομαι.