κρανιόφθιση

Greek Monolingual

η
ιατρ. μαλάκυνση ορισμένων ζωνών τών οστών του κρανίου λόγω καθυστερήσεως της οστεοποιήσεώς τους, αλλ. κρανιομαλακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. craniotabes < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + tabes (< λατ. tabes)].